Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΜΥΘΙΚA ΤΕΡΑΤΑ


Τα «τέρατα» της ελληνικής μυθολογίας είναι πλάσματα δημιουργημένα απολύτως από την ανθρώπινη φαντασία . Συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία διαφόρων υπαρκτών πλασμάτων και κινούνται στον αληθοφανή κόσμο στην οριακή περιοχή που δρουν οι μεγάλοι ήρωες και ζουν οι θεοί της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας . Εκεί, σε αυτή τη φανταστική χώρα του ελληνικού μύθου , τα τέρατα ζουν τη δική τους ζωή . Γεννιούνται και πεθαίνουν με τρόπους ιδιαίτερους και με τον  ίδιο ιδιαίτερο τρόπο περνάνε τη ζωή τους , κυνηγάνε το δικό τους πεπρωμένο και κατά κανόνα καλούνται  να υπερασπιστούν την ίδια τους την ύπαρξη όταν ένας αποφασιστικός ήρωας βρεθεί στο δρόμο τους . Παρακολουθώντας τις πολύπλοκες διαδρομές τον κύκλων του ελληνικού μύθου, συναντάει κανείς ένα μεγάλο πλήθος τεράτων, που εμφανίζονται συνήθως σε δεύτερους ρόλους, αλλά κερδίζουν την παράσταση με την απόκοσμη παρουσία τους. Κάποια από αυτά είναι: η Έμπουσα, οι Άρπυιες, οι Γοργόνες, οι Γραίες, η Ωκυπέτη και πολλά ακόμη.

 ΑΡΠΥΙΕΣ

Οι Άρπυιες ήταν γυναίκες με φτερά πουλιών και κατά τον Ησίοδο είχαν ωραία μακριά μαλλιά . Ο ρόλος τους ήταν να βασανίζουν τον Φινέα , τον γέρο βασιλιά της Θράκης , που ο Δίας όχι μόνο τον είχε τυφλώσει ,αλλά τον είχε καταδικάσει και να μην μπορεί να φάει τίποτα γιατί του το άρπαζαν οι Άρπυιες . Όταν έφτασαν κάποτε στον Φινέα οι αργοναύτες , εκείνος ζήτησε από τους Βορεάδες , που επίσης μπορούσαν να πετούν σαν γιοι του Βοριά που ήταν , να τις σκοτώσουν. Εκείνοι , σοφά φερόμενοι για να μην εξοργίσουν τον Δία , απλώς τις έδιωξαν μακριά και ο Φινέας  γλύτωσε ,έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του και βοήθησε με τις συμβουλές του τους αργοναύτες να συνεχίσουν το ταξίδι τους με ασφάλεια 




ΓΕΛΛΩ

Πριν από τρεις με τέσσερις γενιές μόλις, μια γυναίκα στην Ελλάδα μπορούσε να γεννήσει ακόμα και εννέα παιδιά, από τα οποία να μην επιζήσει κανένα! Ειδικά μάλιστα σε περιόδους πολέμων, σιτοδείας ή πανδημιών, η παιδική θνησιμότητα χτύπαγε κόκκινο .Η Γελλώ (Γέλλου ή Γιλλού), ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό: ένα φάντασμα ή δαίμονας που έπνιγε τα μικρά παιδιά. Η παράδοση τη θεωρεί αρχικά σα μια νεαρή κόρη από τη Λέσβο που πέθανε πάνω στον τοκετό. Η ταφή της δεν στάθηκε ικανή να γαληνέψει την ψυχή της . Από τότε έγινε ένα δαιμονικό άυλο φάντασμα με γυναικεία μορφή που προσπαθεί να βλάψει τις νεαρές γυναίκες, ιδίως τις λεχώνες, και να πνίξει τα νεογέννητα βρέφη τους ή να τους απορροφήσει το αίμα και να τα κάνει να πεθάνουν. Σύμφωνα με την υπάρχουσα τότε πρόληψη, άμα έβλεπε κάποιος ένα μωρό να γελάει στον ύπνο του, έπρεπε αμέσως να το ξυπνήσει, γιατί το γέλιο του, λόγω του ομόηχου με το όνομά της,  προκαλούσε τη δαιμόνισσα Γελλώ, η οποία υπήρχε έτσι φόβος να το πνίξει. Λέγεται ότι η Γελλώ μπορούσε να βλάψει ένα παιδί μόνον για ένα χρόνο μετά τη γέννησή του, διότι εξουδετερωνόταν μετά από τη Μοίρα Αδράστεια(ταυτιζόταν με τη θεότητα της αναπόφευκτης ανάγκης). Προτρέπεται επίσης όποιος περαστικός συναντούσε στο δρόμο κοιμισμένη τη Γελλώ, αμέσως να την χαστουκίσει και να την ξυπνήσει, γιατί διαφορετικά “μπορεί να τον αρπάξει και να τον σύρει στα πηγάδια….”


ΓΟΡΓΟΝΕΣ


Ο χαρακτήρας μέδων έχει δοθεί πολλές φορές σε θαλάσσιες θεότητες όπως στον Νηρέα, στον Φόρκυ, στον Πρωτέα, στον Τρίτωνα κ.α. Έχουμε δηλαδή μία αρσενική όψη της Μέδουσας. Απεικονίζονται σαν τρομερά θηρία, με μάτια άγρια, με φίδια για μαλλιά και με την αποκρουστική γλώσσα τους να κρέμεται έξω από το στόμα τους. Όπως μας αναφέρει ο Ησίοδος, η Μέδουσα ήταν η μόνη από τις γοργόνες που έσμιξε ερωτικά και άφησε απογόνους. Από τον Ποσειδώνα γέννησε, την στιγμή που της έκοβε το κεφάλι ο Περσέυς, τον Χρυσάορα ( ο οποίος ήταν άνθρωπος και το όνομά του σήμαινε Χρυσοσπάθης) και τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο. Λέγετε ,επίσης, πως η Αθηνά ήταν εκείνη που τη μεταμόρφωσε σε τέρας γιατί καυχήθηκε πως ήταν ωραιότερη από εκείνη. Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι οι τερατώδεις μορφές των γοργόνων συμβόλιζαν τα σκοτεινά νέφη και τα διάφορα φαινόμενα του ουρανού, που σχηματίζονταν στον ουρανό πάνω από τη θάλασσα και τρόμαζαν όσους αντίκριζαν, κι ο αποκεφαλισμός συμβολίζει τη νίκη του ήλιου που νικά τις σκοτεινές δυνάμεις. Σε μια άλλη εκδοχή, οι γοργόνες θεωρούνται θεότητες σεληνιακές, καθώς όλες οι τριαδικές θεότητες ταυτίζονται με τις τρεις όψεις της Σελήνης. Οι Ορφικοί (λάτρευαν τον Ορφέα ως θεότητα) ονόμαζαν τη Σελήνη «Γοργόνος Κεφαλή», ενώ ο Preller βλέπει στο στρογγυλοπρόσωπο κεφάλι της Μέδουσας τη ίδια η Σελήνη και τον αποκεφαλισμό της τον συμβολισμό με την εξαφάνιση της πανσελήνου.




ΓΡΑΙΕΣ


Οι Γραίες ή αλλιώς Φορκύδαι ήταν μυθικά όντα της ελληνικής μυθολογίας . Ήταν τρεις , η Πεμφρυδώ , η Ενυώ και η Δεινώ . Ήταν γριές από γεννησιμιού τους και ήταν παιδιά του Φόρκυ και της Κητούς , που με τη σειρά τους ήταν παιδιά του Πόντου και της Γαίας . Είχαν ένα μάτι και ένα δόντι που μοιράζονταν ανά μεταξύ τους . Δεν είχαν δει ποτέ το φως του ήλιου και της σελήνης . Άλλοι λένε πως ήταν πανέμορφες με λαιμό κύκνου και άλλοι πως ήταν τερατόμορφες . Ένας σχετικός μύθος αναφέρει , πως κάποτε ήρθε στη σπηλιά τους ο Περσέας για να μάθει που ήταν η αδελφή τους , η Γοργόνα Μέδουσα. Προκειμένου να διασφαλίσει πως θα του έλεγαν που ήταν η αδελφή τους, με παρότρυνση του Ερμή και της Αθηνάς τους άρπαξε το ένα μάτι όταν το άλλαζαν. Παρόλο το ότι τους υποσχέθηκε να τους το γυρίσει το πέταξε στην Τριτωνίδα λίμνη. Έπειτα προχώρησε στις Γοργόνες όπου έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας αφού κοιμούνταν ανύποπτες, λόγω του ότι δεν είχαν ειδοποιηθεί από τις Γραίες αφού δεν είχαν μάτι. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Περσέας αφού υποσχέθηκε στις Γραίες να τους δώσει το μάτι τους, τις έπεισε να του δώσουν φτερωτά πέδιλα και κ.α. για να σκοτώσει τη Μέδουσα χωρίς κίνδυνο.



  ΓΡΥΠΑΣ

Ο Γρύπας ήταν ένα μυθολογικό τέρας με σώμα λιονταριού και φτερά και κεφάλι αετού, ενώ σε μερικές αναπαραστάσεις φαίνεται να έχει ουρά φιδιού. Επειδή ο αετός θεωρούνταν βασιλιάς των πουλιών και το λιοντάρι βασιλιάς των ζώων, ο Γρύπας ως συνδυασμός των δύο εμβληματικότερων ζώων αποτελούσε σύμβολο ισχύος και επιβλητικότητας. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε θεωρήθηκε ταιριαστός συνοδός για θεούς και βασιλείς. Ο Ηρόδοτος μαρτυρεί μια παράδοση σύμφωνα με την οποία οι Γρύπες ήταν φύλακες του χρυσού στα βουνά του Βορρά και οι γείτονες τους, οι μονόφθαλμοι Αριμασποί(Οι Αριμασποί ήταν μυθικό έθνος ,μονόφθαλμοι, ξανθοί και είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι) τους επιτίθονταν με τα άλογά τους για να κλέψουν τους θησαυρούς τους .Πιθανότατα η γέννηση του μύθου ανάγεται στην εποχή της πρώτης ανακάλυψης απολιθωμάτων δεινοσαύρων από τον προϊστορικό άνθρωπο. Επίσης τα νύχια στα λιονταρίσια πόδια του ήταν δυνατά και γαμψά σαν του αετού και  θεωρούνταν πολύτιμα κατά τον Μεσαίωνα επειδή λεγόταν ότι μπορούσαν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη δηλητηρίου στα υγρά, χωρίς όμως να μπορούν να το καθαρίσουν. Ο Γρύπας πρωταγωνιστεί στους μύθους και την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας. Ωστόσο, υπήρχαν ενδείξεις ότι ο Γρύπας υπήρχε και σε άλλους πολιτισμούς όπως στην Περσία, όπου τον θεωρούσαν σύμβολο κατά του κακού, της μαγείας και της συκοφαντίας, αλλά  και στην Αίγυπτο περίπου το 4.000 π. Χ.Ο γρύπας είναι σύμβολο συνδεδεμένο με τη Μινωική Κρήτη. Σχετικά με τον Μινωικό άπτερο Γρύπα, υπάρχουν ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 1450 - 1400 π .Χ. Δύο άπτεροι γρύπες απεικονίζονται δεξιά και αριστερά του θρόνου στην τοιχογραφία στην κύρια αίθουσα του θρόνου (κρητομυκηναϊκή περίοδος 1700π. Χ. - 1075 π. Χ.) στο Μινωικό ανάκτορο. Οι γρύπες εμφανίζονται άπτεροι, για να δηλώσουν την συνεχή παρουσία τους στον χώρο της αίθουσας του θρόνου. Η μικτή μορφή του άπτερου γρύπα έδινε έκφραση των τριών σφαιρών του κόσμου, της ουράνιας, της επίγειας και της υποχθόνιας, με το αετίσιο του κεφάλι, το λιονταρίσιο σώμα και την φιδίσια ουρά, συμβόλιζε δε την βασιλική και θεία ισχύ.

ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ

Ο Δράκοντας είναι γιγαντόσωμο μυθολογικό τέρας με φοβερή δύναμη, συνήθως με μορφή ανθρώπου, αν και πολλές φορές μοιάζει με τους μυθολογικούς δράκους-φίδια.
Οι δράκοι ζουν σε ομάδες ή και μόνοι μέσα σε έρημα κάστρα και συνήθως έχουν θησαυρούς αμύθητης αξίας και ασχολούνται με το να τους φυλάνε ή με το να προσπαθούν να βρουν τρόπους να κάνουν τη ζωή των ανθρώπων πιο δύσκολη. Υπάρχουν όμως και καλοί δράκοι, που όσο και αν φαίνονται τρομεροί στην όψη, έχουν ευαίσθητη καρδιά και βοηθάνε τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους.
Συνηθισμένο θέμα των ιστοριών με δράκους (κακούς) είναι η απαγωγή κάποιας κοπέλας που τη σώζει ένα καλό και δυνατό παλικάρι, σκοτώνοντας ή ξεγελώντας το δράκο. Άλλο ένα παράδειγμα που δίνει ο λαός μας, ότι η δύναμη μπορεί να νικηθεί απ' την εξυπνάδα.
Οι δράκοι αντικατέστησαν στη λαϊκή φαντασία τους Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες των αρχαίων. Σπάνια περιγράφονται και σαν φτερωτά φίδια, που κάτω από το φως του φεγγαριού μεταμορφώνονται σε ωραία παλικάρια. Είναι πάρα πολύ γρήγοροι λόγω του ύψους τους που τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν τεράστια βήματα, να υπερπηδούν τις κορυφές των ψηλών βουνών, ενώ τα ίχνη των ποδιών τους μπορούν να παραμείνουν πάνω στο χώμα 10 χρόνια. Σε πολλούς μύθους παρουσιάζονται οικογένειες δράκων με το δράκο, τη δράκαινα και τα δρακόπουλα.


ΕΚΑΤΟΓΧΕΙΡΕΣ

Οι Εκατόγχειρες ήσαν οι τρεις γιοί του Ουρανού και της Γαίας με θεϊκές δυνάμεις και οι οποίοι ήλεγχαν τις θύελλες και ανεμοστρόβιλους. Είχαν πενήντα κεφάλια και εκατό χέρια για να ελέγχουν τα φυσικά φαινόμενα που εξουσίαζαν. Λέγονταν Βριάρεως που σημαίνει στιβαρός, Κόττος που σημαίνει μανιώδης και Γύης που σημαίνει ότι έχει πολλά ή ανίκητα μέλη. Υπήρχε και τέταρτος Εκατόγχειρες ο Τυφοεύς ο οποίος όμως ήταν γιος του Ταρτάρου. Οι Εκατόγχειρες ήσαν αδελφοί με τους Κύκλωπες και τους Τιτάνες. Αμέσως μόλις γεννήθηκαν οι Εκατόγχειρες, ο πατέρας τους, ο Ουρανός, τους έκλεισε στα έγκατα της γης. Απ' εκεί όμως τους έβγαλε ο Δίας, για να τον βοηθήσουν στον αγώνα του κατά των Τιτάνων. Αφού νικήθηκαν οι Τιτάνες, ο Δίας τους έκλεισε στον Τάρταρο και φύλακες τοποθέτησε τους Εκατόγχειρες.
Σήμερα, βέβαια, που η επιστήμη είναι αναπτυγμένη, λέμε ότι οι Εκατόγχειρες είναι προσωποποίηση των βίαιων φυσικών δυνάμεων. Πιθανότατα συμβολίζουν τα σύννεφα που προκαλούνται από τους υδρατμούς της γης και κρύβουν βέβαια τη λαμπρότητα του ουρανού, αλλά είναι απαραίτητα για τη βλάστηση.



ΕΜΠΟΥΣΑ


Η Έμπουσα, αναφερόμενη συνήθως από τους κωμικούς ήταν ένα φάσμα ή καταχθόνιος δαίμονας στην ακολουθία της θεάς Εκάτης, με την οποία συχνά ταυτιζόταν, αν και συνήθως υποστηρίζεται ότι αποστελλόταν από αυτή σαν προάγγελος μιας μελλοντικής δυστυχίας. Είχε την ικανότητα να αλλάζει συνεχώς μορφή, παίρνοντας συνήθως τη μορφή γαϊδάρου, μουλαριού, αγελάδας, σκύλου και πουλιού ή ακόμα και δέντρου, πέτρας, παιδιού και μιας πολύ όμορφης γυναίκας. Σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητά της οφείλεται η παροιμιώδης έκφραση “εμπούσης μεταμορφώσεις”. Το πρόσωπό της έλαμπε από φωτιά και είχε ένα πόδι (έν-πουσα=έμπουσα), απ’ όπου επίσης τα προσωνύμιά της ενίπους, μονόπους κ.λ.π.. Εξορμούσε από σκοτεινούς τόπους και τρόμαζε τις γυναίκες και τα παιδιά, χρησιμοποιούμενη έτσι σαν ένα ισχυρό φόβητρο. 
Αναφέρεται ότι ο Απολλώνιος ο Τυανέας είδε την Έμπουσα στον Ινδό ποταμό και ότι κατά τη μία της αυτή εμφάνιση, αυτή μετέβαλλε αστραπιαία μπροστά του τη μορφή της και τέλος εξαφανίστηκε τρίζουσα όπως οι σκιές των πεθαμένων, όταν της απηύθυνε κολακευτικά λόγια.. Οι γραμματικοί την ταυτίζουν με την Γελλώ ή την Μορμώ ενώ άλλοι την αναφέρουν μαζί με τον θαλάσσιο δαίμονα Πρωτέα, που είχε επίσης την ικανότητα της μεταμόρφωσης.
Λέγεται ότι η Έμπουσα κατεδίωκε τους ταξιδιώτες και τους έτρωγε, αν και μπορούσε κάποιος να προστατευτεί από αυτήν λέγοντας βωμολοχίες εναντίον της. Μερικές φορές μεταμορφωνόταν σε μια όμορφη γυναίκα για να σαγηνεύσει τους νεαρούς άντρες και να τους απομυζήσει μετά το αίμα ταυτιζόμενη έτσι κατά μερικούς με την Ιουδαϊκή δαιμόνισσα Λίλιθ.


ΕΧΙΔΝΑ


 Η Έχιδνα ήταν τερατόμορφη, η μισή ήταν φτερωτή γυναίκα με αστραφτερά μάτια κι άλλη μισή ένα τεράστιο φολιδωτό φίδι. Είχε πρόσωπο όμορφης γυναίκας και σώμα ερπετού. Ήταν αγέραστη και αθάνατη και παρέσερνε τα θύματά της σε κοιλώματα της γης όπου και τα καταβρόχθιζε ζωντανά. Στην ελληνική μυθολογία η Έχιδνα ήταν το τέρας που υπήρξε μητέρα των περισσότερων τεράτων. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι γονείς της ήταν ο Φόρκυς και η Κητώ, ενώ άλλοι αναφέρουν πως γονείς της ήταν ο Τάρταρος και η Γαία. Ζούσε σε μια παλιά σπηλιά κάτω από ένα βράχο στην Κιλικία, μακριά από θεούς και ανθρώπους. Στο σπήλαιο έμενε μαζί με τον εκατοντακέφαλο σύζυγό της Τυφώνα, με τον οποίο γέννησε πολλά άλλα τέρατα της Ελληνικής Μυθολογίας. Έμενα εκεί γιατί κάποτε επιτέθηκαν στους θεούς και ηττήθηκαν. Ο Τυφών τιμωρήθηκε με το να κλειστεί κάτω από το όρος Αίτνα. Παρόλα αυτά η Έχιδνα και οι απόγονοί της έζησαν, ώστε να υπάρχει πρόκληση για τους μελλοντικούς ήρωες. Άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο ,όπου τη σκότωσε ο Άργος με τα εκατό μάτια, γιατί η Έχιδνα είχε τη συνήθεια να καταβροχθίζει τους περαστικούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και ο Ηρακλής έκανε παιδιά μαζί της. Στις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου διηγούνταν την εξής παράδοση: Ο Ηρακλής κάποτε είχε φτάσει στη Σκυθία, κουρασμένος καθώς ήταν, έβαλε τα άλογά του να βοσκίσουν και αποκοιμήθηκε. Όταν, όμως, ξύπνησε τα άλογά του είχαν εξαφανιστεί. Ενώ τα αναζητούσε, πέρασε μπροστά τη σπηλιά που ζούσε η Έχιδνα. Εκείνη του υποσχέθηκε να του δώσει πίσω τα άλογά του με τον όρο να μείνουν μαζί. Έτσι, η Έχιδνα τον υποχρέωσε να συνευρεθεί μαζί της και από την αλλόκοτη αυτή συνεύρεση, γεννήθηκαν τρεις υιοί. Ο Αγάθυρσος, ο Γελωνός (που έδωσε το όνομά του στην πόλη των Γελωνών) και ο Σκύθης (που έδωσε το όνομά του στην πόλη στων Σκυθών). Τέλος, απόγονοι της Έχιδνας και του Τυφώνος είναι: α) Ο Όρθρος, β) Ο Κέρβερος, γ) Η Γοργώ, δ) Το λιοντάρι της Νεμέας, ε) Η Χίμαιρα, στ) Η Σφίγγα και η) Η Λερναία  Ύδρα



ΚΗΡΕΣ

Κατά τον Ησίοδο ήταν πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης. "Οι μαύρες Κήρες, τρίζοντας τα άσπρα δόντια τους, με μάτια τρομερά, ματωμένες, αχόρταγες, μάλωναν ποια θα πάρει αυτούς που έπεφταν. Όλες λαχταρούσαν να πιουν το μαύρο αίμα. Όταν κρατούσαν έναν πολεμιστή που είχε πέσει νεκρός ή τραυματίας, βύθιζαν τα μεγάλα νύχια τους στη σάρκα του και η ψυχή του πήγαινε στον Άδη και στον παγωμένο Τάρταρο. Αφού ρουφούσαν το αίμα του, πετούσαν το κουφάρι του πίσω τους και έτρεχαν, μέσα στο σάλαγο και τη σφαγή, να πέσουν πάνω σε καινούργια λεία".
Ο μανδύας τους ήταν κατακόκκινος από το αίμα των πολεμιστών, που έπεφταν στο πεδίο της μάχης. Χτυπούσαν παντού τον άνθρωπο, τόσο στο κρεβάτι του, όσο και πάνω στα κύματα της θάλασσας. Μερικές φορές τις ονόμαζαν σκύλες και κόρες του Άδη.
Συνεπώς, ο τύπος αυτών των πνευμάτων του θανάτου ομοιάζει στον τύπο των Μοιρών. Κατά την αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος που γεννιέται είχε την Κήρα του, που σε όλη του την ζωή τον ακολουθούσε και προσδιόριζε την στιγμή του θανάτου του. Έτσι ο Αχιλλέας είχε να διαλέξει ανάμεσα στις δυο αυτές θεότητες. Η μια θα του εξασφάλιζε μακρά αλλά άδοξη ζωή αν δεν έφευγε από τον τόπο γέννησής του. Η άλλη του πρόσφερε σύντομη αλλά ένδοξη ζωή αν πήγαινε να πολεμήσει κάτω από τα τείχη της Τροίας.
Οι Κήρες, που ο Απολλώνιος τις ονομάζει "γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς", ήταν δαίμονες που τις φοβόνταν όλοι κι ήταν πάντοτε έτοιμες να ορμήσουν. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να γλιτώσει από τις Κήρες. Διέτρεχαν τα πεδία των μαχών μαζί με τους γύπες και σκόρπιζαν προς κάθε κατεύθυνση την καταστροφή

ΛΑΜΙΑ


Στην ελληνική μυθολογία η Λάμια ήταν βασίλισσα ης Λιβύης που έγινε δαίμονας. Ήταν κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Λιβύης. Η ίδια ήταν βασίλισσα της Λιβύης και σύζυγος του Βήλου (ένας από τους δίδυμους γιους που η Νύμφη Λιβύη απέκτησε από τον Ποσειδώνα). Την αγάπησε ο Δίας και από την ένωσή τους γεννήθηκαν πολλά παιδιά τα οποία σκότωσε η Ήρα από τη ζήλια της, εκτός από τη Σκύλλα και τον Τρίτωνα (θεότητα της θάλασσας). Σύμφωνα με μι άλλη εκδοχή η Ήρα τα καταράστηκε και την έκανε α γεννάει τα παιδιά της νεκρά. Επίσης την καταδίκασε να μην κοιμάται ποτέ και τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Άλλοι λένε πως η ίδια μεταμορφώθηκε από μόνη της σε τέρας λόγω της τραγικής κατάστασης στη οποία είχε περιέλθει. Ο Δίας, όμως, ην λυπήθηκε και της έδωσε τη δυνατότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα ξαναβάζει όποτε θελήσει για να γλιτώσει από το μαρτύριο της αϋπνίας. Η Λάμια επειδή έχασε τα δικά της παιδιά ζήλεψε τις άλλες μανάδες και καταβρόχθισε τα παιδιά τους. Άλλωστε το όνομά της σημαίνει καταβρόχθιζε. έτσι, οι άνθρωποι απέδιδαν τους αιφνίδιους θανάτους των βρεφών σε εκείνη και πίστευαν πως αν άνοιγαν την κοιλιά τη θα απελευθερώνονταν από μέσα όλα τα παιδία που είχε καταπιεί. Για να γλιτώσει από τη καταδίωξη αυτή των ανθρώπων, η Λάμια μπορούσε να αλλάξει μορφές σύμφωνα με κάποιους μύθους. Σύμφωνα με άλλες παραδώσεις έπαιρνε τη μορφή μιας όμορφης γυναίκας και αποπλανούσε τους νεαρούς άντρες. Στη συνέχει έπινε το αίμα τους και έτρωγε τη σάρκα τους όπως και η Εμπούσα. Στις παραδώσεις των Δελφών αναφέρεται μία άλλη Λάμια, θεότητα των πηγών. Σύμφωνα με αυτούς του μύθους η Λάμια ήταν ένα πελώριο θηρίο που έμενε σε μια σπηλιά κοντά στην Κρίσα Φωκίδας ( η Κρίσα ήταν μια αρχαία φωκική πόλη, χτισμένη στους δυτικούς πρόποδες του Παρνασσού κοντά στο σημερινό χωριό Χρισσό. Βρισκόταν λίγο νοτιότερα των Δελφών). Και άρπαζε ανθρώπους και ζώα. Μετά, λοιπό, από χρησμό του Απόλλωνα, η πόλη των Δελφών, αποφάσισε να προσφέρει ένα νέο προς εξιλέωση του θηρίου. Μετά από κλήρωση ορίστηκε να θυσιαστεί ο Αλκιωνεύς, τον οποίο, όμως, αντικατέστησε με τη θέλησή του ο Ευρύβατος (γιος του Εύφημου, που ήταν ένας από τους ήρωες που πήραν μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία). Όταν ο Ευβρύβατος μπήκε στη σπηλιά, άρπαξε τη Λάμια και την πέταξε μακριά στους βράχους, όπου και τσακίστηκε. Στο σημείο εκείνο ανέβλυσε μια πηγή που ονομάστηκε Σύβαρις (βρίσκεται στη σημερινή Νότια Ιταλία ως πόλη).




ΜΟΡΜΩ

Η Μορμώ ήταν ένα μυθολογικό τρομακτικό φάντασμα με τη μορφή μιας δύσμορφης γριάς γυναίκας, με λυκίσιο ή σκυλίσιο πρόσωπο που έστελνε η θεά Εκάτη από τον Άδη και χρησιμοποιόταν σα φόβητρο των μικρών παιδιών. Πολλοί την ταυτίζουν με την Έμπουσα και τη Λάμια, θεωρώντας την σαν ένα τερατώδες φάσμα, δαίμονα ή βρικόλακα που τρώει ανθρώπους. Από το όνομά της παράγεται και η λέξη μορμολύκειο ή μορμολύκη, η προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σα φόβητρο των παιδιών. Κατά συνεκδοχή μορμολύκεια αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι έλληνες τα προσωπεία που έφεραν οι ηθοποιοί στα θέατρα.


ΠΗΓΑΣΟΣ


Ο Πήγασος, αν και δεν έχει την παράξενη ίσως κάποιες φορές τρομακτική όψη των υπόλοιπων τεράτων της ελληνικής μυθολογίας, κατατάσσεται σε αυτήν την κατηγορία πλασμάτων.
Ήταν καρπός της ένωσης του Ποσειδώνα με τη μέδουσα και ξεπήδησε από τον λαιμό της όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς. Κατά μια άλλη μαρτυρία, ο Πήγασος γεννήθηκε από το αίμα που έπεσε στη θάλασσα. Τότε ο Περσέας ιππεύοντας αυτόν κατάφερε να διαφύγει τη καταδίωξη των άλλων δύο γοργόνων, αδελφών της Μέδουσας. Λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν ο θεός των υδάτων, το όνομά του περιέχει το υγρό στοιχείο, με τη λέξη πηγή και μάλιστα μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός πως γεννήθηκε στις πηγές του ωκεανού, του μυθικού ποταμού που περιβάλλει τον κόσμο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση που επικρατούσε στην Κόρινθο, ο Πήγασος ήταν κατά εξοχήν Κορίνθια θεότητα, για τον οποίο είχαν κοπεί και νομίσματα με την παράστασή του. Στη συνεχεία οι παραδώσεις των Κορινθίων συσχετίζουν τον Πήγασο με την παράδοση του Βελεροφόντη και της Χίμαιρας. ΣΕ μεταγενέστερους μύθος, ο Πήγασος αναφέρεται και ως άλογο της Ηούς, θεότητα τη αυγής και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης , στην οποία της τον προσέφερε ως δώρο ο Δίας για να σέρνει το άρμα  της. Σε ακόμη μεταγενέστερους χρόνους,  Πήγασος θεωρήθηκε ως άλογο των Μουσών που ιππεύουν οι ποιητές και πετούν μαζί ψηλά στον καλλιτεχνικό κόσμο Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως οι θεοί προσέφεραν στον Πήγασο μια αιώνια θέση στον ουρανό δημιουργώντας τον Αστερισμό του Πηγάσου.


ΤΑΡΑΞΙΠΠΟΣ

Ο Ταράξιππος σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν δαίμονας που εντοπιζόταν κυρίως στην Ολυμπία και στον Ισθμό και ενέδρευε στους ιπποδρόμους και ειδικά εκεί οπού τα άρματα έκαναν στροφή. Οι αρχαίοι πίστευαν πως στους αγώνες ακριβώς στην κρίσιμη στιγμή της στροφής , παρουσιαζόταν αιφνίδια ο Ταράξιππος , η εμφάνιση του οποίου , αν και αόρατη στους αρματοδρόμους , προκαλούσε τον τρόμο των αλόγων , με συνέπεια τη συντριβή των αρμάτων και τον όλεθρο των αγωνιζομένων . Για το λόγο αυτό οι αρχαίοι ίδρυαν βωμούς από αναχώματα στα σημεία εκείνα των ιπποδρόμων προς τιμή του Ταράξιππου , ενώ οι ηνίοχοι τελούσαν ειδικές θυσίες προς τιμή του Ταράξιππου ζητώντας την επιείκεια του . Ο πιο διαβόητος από τους δαίμονες με αυτή την ονομασία , κατά τον Παυσανία , ήταν ο Ταράξιππος της Ολυμπίας . Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Ταράξιππος ήταν το πνεύμα του νεκρού Οινόμαου, ενώ σύμφωνα με άλλες εκδοχές συνδεόταν με τον Ωλένιο ή το Δαμέωνα, γιοι του Φλοίου που βοήθησαν τον Ηρακλή στον πόλεμο εναντίων του Αυγεία (γιο του θεού Ηλίου) και των Επειών (αρχαιοελληνικό φύλο) που κατοικούσαν στην Ήλιδα  (πόλη- κράτος της αρχαίας Ηλείας) και σκοτώθηκαν μαζί με τα άλογά τους από τον Κτέα , γιο του Άκτορα. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ο Ταράξιππος συνδεόταν με τη λατρεία των ηρώων ή με το θεό Ποσειδώνα. Στην Αρχαία Ολυμπία ως Ταράξιππος θεωρούνταν τα πνεύματα αυτών που είχαν πέσει από τα άλογα και είχαν πεθάνει.





ΤΥΦΩΝΑΣ

Ο Τυφώνας θεωρείται το ισχυρότερο τέρας της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν γιος της Γαίας και του Τάρταρου και κατά άλλους ήταν γιος της Ήρας που γεννήθηκε σε κάποια στιγμή του τσακωμού του ουράνιου ζεύγους, εκφράζοντας τη διαταραχή της ατμόσφαιρας. Το μέγεθός του και η δύναμή του ήταν πολύ μεγαλύτερη από όλα τα παιδιά της Γαίας. Ήταν μεγαλύτερος από όλα τα βουνά και το κεφάλι του έφτανε τα αστέρια. Τα ανοικτά του χέρια έφταναν από την Ανατολή έως και τη Δύση. Στους  ώμους του είχε εκατό κεφάλια Δρακόντων. Το σώμα του μέχρι τη μέση έμοιαζε με άνθρωπο και από τη μέση και κάτω είχε σώματα ελισσόμενων (κουλουριασμένων) φιδιών. Από τα μάτια του έβγαινε φωτιά και από τα κεφάλια του κραυγές. Επίσης το σώμα του το κάλυπταν φτερά. Όταν ο Τυφώνας μεγάλωσε , ανέβηκε στον Όλυμπο για να εκδικηθεί τους Θεούς για την καταστροφή των Γιγάντων. Εκεί προέβει σε μεγάλες καταστροφές και οργισμένα φώναζε με φωνές που έβγαζε από τα εκατό λαρύγγια του. Ο Δίας βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον Τυφώνα ,και η Αθηνά το ίδιο ενώ οι άλλοι θεοί αφού μεταμορφώθηκαν σε ζώα κρύφτηκαν στην Αίγυπτο. Ο Δίας λοιπόν , του επιτέθηκε χτυπώντας τον με κεραυνούς και τον οδήγησε έτσι μέχρι τη σημερινή Συρία . Στην αρχή υπερίσχυσε ο τυφώνας διότι με τα εκατό του σώματα περικύκλωσε τον Δία και τον ακινητοποίησε . Του πήρε τους κεραυνούς και τη μακριά οδοντωτή άρπη του (δρεπάνι) και με αυτή του έκοψε όλους τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του. Μετά τη νίκη του παρέδωσε τον ανήμπορο πλέον Δία και τους τένοντές του στον αδελφό του Πύθωνα να τον φυλάει , στη σπηλιά του. Στη σπηλιά όμως εισέβαλαν ο Ερμής και ο Πάνας , οι οποίοι έκλεψαν τους τένοντες και απελευθέρωσαν τον Δία. Ο Δίας αφού εφοδιάστηκε από τον Όλυμπο με καινούργιους κεραυνούς ανέκτησε τη δύναμή του. Στη Θράκη έγινε νέα μάχη ανάμεσα σε Τυφώνα και Δία . Ο Τυφώνας αν και πέταγε τεράστιους όγκους βουνών κατακεραυνώθηκε από τον Δία . Αν και κατέφυγε στη Σικελία ο Δίας τον κεραυνοβόλησε πολλές φορές και πέταξε πάνω του το όρος Αίτνα που τον καταπλάκωσε και τον έριξε στα έγκατα της γης . Από εκεί συνέχιζε κατά καιρούς να κραυγάζει. Το βουνό Αίμος πήρε το όνομά του επειδή εκεί αιμορράγησε ο Τυφώνας όταν χτυπήθηκε από τον κεραυνό του Δία .



ΧΙΜΑΙΡΑ

Στην Ελληνική μυθολογία  η Χίμαιρα αναφέρεται ως ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά. Είχε σώμα κατσίκας , κεφάλι λιονταριού, και ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος.Kατά τον Ησίοδο η Χίμαιρα ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Η Χίμαιρα ενώθηκε με τον Όρθρο και απόγονοί τους ήταν το Λιοντάρι της Νεμέας και η Σφίγγα. Το τέρας αυτό φερόταν να το εξέτρεφε ο βασιλιάς της Καρίας Αμισόδωρος. Τελικά φονεύτηκε από τον Βελλεροφόντη, που ίππευε ένα ιπτάμενο άλογο, τον Πήγασο, στη Καρία, με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Υπάρχουν περισσότερες από μία περιγραφές σχετικά με τον τρόπο που έγινε αυτό. Σύμφωνα με μία, ο Βελλεροφόντης απλώς την χτύπησε με το ακόντιό του. Σύμφωνα με μία άλλη, χρησιμοποίησε μολύβι, το οποίο έλιωσε από την καυτή της ανάσα και την σκότωσε.
Αλλά και για κατοικία του ζώου αυτού αναφέρονται πολλές περιοχές όπως η Φρυγία, οι Ινδίες, ακόμη και η Λιβύη. Επισημότερες όμως φέρονται η αρχαία Κόρινθος και η Σικυώνα που παράσταση αυτής έφεραν τα νομίσματά τους αλλά και οι ασπίδες των οπλιτών τους. Παρόμοιες απεικονίσεις σε ασπίδες έφεραν και οι οπλίτες της Κυζίκου και της Ζελείας.Ο όρος «Χίμαιρα» χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει όντα ή αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από το συνδυασμό ετερόκλητων στοιχείων. Για παράδειγμα, στη Γενετική περιγράφει ζωντανούς οργανισμούς που έχουν περισσότερους από έναν Γενετικούς κώδικες, ή κύτταρα από περισσότερους από έναν οργανισμούς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου